- διορίτης
- ο(ορυκτ.), είδος πυριγενούς πετρώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διορίτης — Εκρηξιγενές πέτρωμα διείσδυσης, που αποτελείται κυρίως από ασβεστονατριούχους αστρίους (πλαγιόκλαστα), αμφιβόλους (κροστίλβη), βιοτίτη και συχνά αυγίτη (πυρόξενος). Η παρουσία χαλαζία στα διοριτικά πετρώματα διακρίνει τους δ. σε χαλαζιακούς και… … Dictionary of Greek
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
πρασινόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) 1. λεπτοκοκκώδης διορίτης χρώματος ανοικτού πράσινου 2. στον πληθ. οι πρασινόλιθοι μεταμορφωμένα σχιστολιθικά πετρώματα, παρόμοια με τους πρασινίτες, από τους οποίους διαφέρουν στο ότι περιέχουν ελάχιστο αλβίτη … Dictionary of Greek
σφαιροδιορίτης — ο, Ν (ορυκτ.) διορίτης στον οποίο τα ορυκτολογικά συστατικά συγκεντρώνονται σε ορισμένα σημεία μέσα στη μάζα του και παίρνουν σφαιροειδή διάταξη … Dictionary of Greek
χαλαζιακός — ή, ό, Ν [χαλαζίας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαλαζία 2. φρ. α) «χαλαζιακός διορίτης» (πετρογρ.) άλλη ονομασία τού τοναλίθου β) «χαλαζιακός μονζονίτης» (πετρογρ.) άλλη ονομασία τού πλουτώνιου εκρηξιγενούς πετρώματος αδαμελίτης γ)… … Dictionary of Greek